- πλεονεκτεῖν
- πλεονεκτέωhavepres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλεονεκτώ — πλεονεκτῶ, έω, ΝΜΑ [πλεονέκτης] 1. έχω, αποκτώ ή κερδίζω περισσότερα σε σχέση με άλλον ή άλλους (α. «η Γερμανία πλεονεκτεί οικονομικά στην Ευρώπη» β «ἐλπίσαντες ἔτεροι δυνάμει τι πλεονεκτήσειν», Θουκ.) 2. υπερτερώ έναντι άλλου, βρίσκομαι σε… … Dictionary of Greek